τρισάωρος

From LSJ
Revision as of 08:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσάωρος Medium diacritics: τρισάωρος Low diacritics: τρισάωρος Capitals: ΤΡΙΣΑΩΡΟΣ
Transliteration A: trisáōros Transliteration B: trisaōros Transliteration C: trisaoros Beta Code: trisa/wros

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A most untimely dead, AP7.527 (Theodorid.).

Greek (Liddell-Scott)

τρισάωρος: -ον, ὁ τρὶς ἄωρος, ὁ παντάπασιν ἀώρως ἀποθανών, Θεύδοτε... αἰνόλινε, τρισάωρε Ἀνθ. Π. 7. 527.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait hors de saison.
Étymologie: τρίς, ἄωρος¹.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που πέθανε πολύ πριν της ώρας του, πάρα πολύ νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ἄωρος (Ι) «ἄγουρος, άκαιρος» (< ὥρα)].

Greek Monotonic

τρισάωρος: -ον, τρεις φορές άκαιρος, εξαιρετικά πρόωρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσάωρος: досл. крайне несвоевременный, перен. безвременно умерший Anth.