δεδοίκω

Revision as of 08:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

Dor. pres.,

   A = δείδω, δέδια, Theoc.15.58: fut. δεδοικήσω Macr.Diff.p.610K. (Syrac.).

German (Pape)

[Seite 534] = δείδω, Theocr. 15, 58.

Greek (Liddell-Scott)

δεδοίκω: Δωρ. ἐνεστώς,= δείδω , δέδοικα ,Θεόκρ. 15.58.

French (Bailly abrégé)

prés. dor. c. δείδω.
Étymologie: formé de δέδοικα.

Spanish (DGE)

• Morfología: fut. δεδοικήσω Macr.Exc.610
temer δε δοίκω μή τι κακόν Epich.85.157Au., ἵππον καὶ ... ὄφιν Theoc.15.58, cf. Macr.l.c.; cf. δείδω.

Greek Monotonic

δεδοίκω: Δωρ. ενεστ., = δείδω, δέδια, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

δεδοίκω: Theocr. = δείδω.