ἀπροβούλευτος
English (LSJ)
ον,
A unpremeditated, Arist.EN1135b11; λόγοι Thphr. Char.3.1; not deliberated upon, D.H.4.72, J.BJ3.5.6. 2 not submitted to the βουλή, D.22.5, Hyp.Fr.231, Plu.Sol.19; of the Roman Senate, App.BC1.59. II Act., without forethought or premeditation, Arist.EN1151a3, Ceb.8. Adv. -τως Pl.Lg.867a, 867b; ἀ. τοῦ ἀποκτεῖναι without purpose of .., ib.866e.
German (Pape)
[Seite 338] nicht vorbedacht, nicht überlegt, unabsichtlich, Arist. Eth. 5, 8; – adv., ἀποκτεῖναι Plat. Legg. IX, 866 e. – Bei Dem. 22, 5 was nicht vorher vom Senat durch ein προβούλευμα gebilligt ist; vgl. Plut. Sol. 19; Dion. Hal. 4, 72.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροβούλευτος: -ον, μὴ σχεδιασθείς ἐκ τῶν προτέρων, μὴ προμελετηθείς, ἀπροαίρετα δὲ ὅσα ἀπροβούλευτα Ἀριστ. Ἠθ. 5. 8, 5· ἀδολεσχία ἐστὶ διήγησις λόγων μακρῶν καὶ ἀπροβουλεύτων Θεοφρ. Χαρ. 3. 2) μὴ ὑποβληθείς εἰς τὴν βουλήν, Δημ. 594. 23, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. ς΄, 144· ἴδε Ἑρμάνν. Πολ. Ἀρχ. 125. 8. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἄνευ προμελέτης, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 8, 2· ἀπερίσκεπτος, Κέβητος Πίναξ 8: - Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Νόμ. 867Α. Β· ἀπρ. τοῦ ἀποκτεῖναι…, χωρὶς νὰ ἔχῃ σκοπὸν νά…, αὐτόθι 866Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 non prémédité, irréfléchi;
2 non précédé d’une délibération devant le Conseil;
II. imprévoyant, irréfléchi.
Étymologie: ἀ, προβουλεύομαι.
Spanish (DGE)
-ον
I de cosas
1 que no ha sido deliberado previamente ἀπροαίρετα δὲ ὅσα ἀπροβούλευτα Arist.EN 1135b11
•que no tiene reflexión previa λόγος Thphr.Char.3.1, ἀφεῖσθαι ... ἀπροβούλευτον dejar sin considerar D.H.4.72, cf. I.BI 3.98.
2 que no se ha sometido a la deliberación de la βουλή (ψήφισμα) D.22.5, ἔταξε ... μηδὲν ἐᾶν ἀπροβούλευτον εἰς ἐκκλησίαν εἰσφέρεσθαι Plu.Sol.19, cf. Hyp.Fr.231, del senado romano, App.BC 1.59.
II de pers. que obra sin deliberación previa Arist.EN 1151a3, Ceb.8.
III adv. -ως sin deliberar ταῖς ὀργαῖς ... χρώμενος ἀ. Pl.Lg.867a, cf. 867b, Aristox.Fr.41, ἀ. τοῦ ἀποκτεῖναι sin intención de matar Pl.Lg.866e.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπροβούλευτος, -ον)
αυτός που δεν έχει προμελετηθεί, ο απροσχεδίαστος
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει υποβληθεί στη βουλή
2. ο χωρίς προμελέτη, απερίσκεπτος.
Greek Monotonic
ἀπροβούλευτος: -ον (προβουλεύω),
I. 1. αυτός που δεν έχει προσχεδιασθεί, δεν έχει προαποφασισθεί, δεν έχει προμελετηθεί, σε Αριστ.
2. αυτός που δεν έχει υποβληθεί στη βουλήν, σε Δημ.
II. Ενεργ., αυτός που ενεργεί χωρίς προμελέτη, σε Αριστ.· επίρρ. -τως, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροβούλευτος: 1) действующий необдуманно, непреднамеренно Arst.;
2) не обдуманный заранее, непроизвольный Arst.;
3) не подвергшийся предварительному рассмотрению в βουλή (см.) Dem., Plut.