Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐεξέλεγκτος

From LSJ
Revision as of 09:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεξέλεγκτος Medium diacritics: εὐεξέλεγκτος Low diacritics: ευεξέλεγκτος Capitals: ΕΥΕΞΕΛΕΓΚΤΟΣ
Transliteration A: euexélenktos Transliteration B: euexelenktos Transliteration C: evekselegktos Beta Code: eu)ece/legktos

English (LSJ)

ον,

   A easy to refute, Pl.Hp.Ma.293d.

German (Pape)

[Seite 1064] verstärktes εὐέλεγκτος, Plat. Hipp. mai. 293 d; Apol. 33 c = leicht zu erforschen, bessere Lesart εὐέλεγκτα.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεξέλεγκτος: -ον, εὐκόλως ἐξελεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Πλάτ, Ἱππ. Μείζων 293D.

Greek Monolingual

-η, -ον (ΑΜ εὐεξέλεγκτος, -ον)
αυτός που μπορεί να εξελεγχθεί, να αναιρεθεί εύκολα («εὐεξέλεγκτον σόφισμα», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εξ-ελεγκτος (< εξ-ελέγχω), πρβλ. αν-εξ-έλεγκτος].

Russian (Dvoretsky)

εὐεξέλεγκτος: легко доказуемый (λίαν εὐήθης τε χαὶ εὐ. Plat.).