βοηθόος

From LSJ
Revision as of 09:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοηθόος Medium diacritics: βοηθόος Low diacritics: βοηθόος Capitals: ΒΟΗΘΟΟΣ
Transliteration A: boēthóos Transliteration B: boēthoos Transliteration C: voithoos Beta Code: bohqo/os

English (LSJ)

Dor. βοᾱ-, ον, (βοή, θέω, cf. βοη-δρόμος)

   A hasting to the cry for help or the call to arms, Il.13.477; β. ἅρμα a chariot hasting to the battle, 17.481.    II aiding, helping, Pi.N.7.33, B.Fr.34:—Subst., helper, prob. Id.12.103, Theoc.22.23, Call.Del.27:—in Prose βοηθός, όν, assisting, auxiliary, νῆες Th.1.45: c. dat., ὁ τοῖς νόμοις β. Lys.Fr.53.1; freq. as Subst., assistant, Hdt.5.77, 6.100, Antipho 1.2, Pl.R.566b, al.; τῆς ἐπιτροπῆς BGU1047iii 11 (ii A. D.); τοῦ στρατηγοῦ POxy.1469.10 (iii A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 451] ins Schlachtgetümmel eilend, kriegerisch, Il. 13, 477; ἅρμα, Streitwagen, 17, 481; Beistand Pind. N. 7, 33; Theocr. 22. 13; Call. Del. 27.

Greek (Liddell-Scott)

βοηθόος: Δωρ. βοᾱ-, ον, (βοή, θέω, πρβλ. βοη-δρόμος), σπεύδων πρὸς τὴν βοὴν τῆς μάχης, πολεμικός, Ἰλ. Ν. 477 · βοηθόον ἄρμα, ὅπερ σπεύδει πρὸς τὴν μάχην, Ρ. 481. ΙΙ. βοηθῶν, ἐπικουρίαν φέρων, Πινδ. Ν. 7. 48 · καὶ ὡς οὐσιαστ., Θεόκρ. 22. 23, Καλλ. εἰς Δῆλ. 27 · ― παρὰ πεζοῖς, βοηθός, όν, ὁ βοήθειαν παρέχων, βοηθητικός, συμμαχικός, νῆες Θουκ. 1. 45 · καὶ συχνάκις ὡς οὐσιαστ. Ἡρόδ. 5. 77., 6. 100, Ἀντιφῶν 111. 40, Πλάτ., κ. ἄλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui accourt aux cris des combattants, belliqueux ; βοηθόον ἅρμα IL char de guerre.
Étymologie: βοή, θέω.

English (Autenrieth)

(βοή, θέω): running to the shout, battle-swift; ἅρμα, Il. 17.481, and of men. (Il.)

Greek Monolingual

βοηθόος, -ον (Α)
1. όποιος σπεύδει στην κραυγή για βοήθεια ή στην πρόσκληση στα όπλα, για μάχη
2. ο βοηθός, αυτός που προσφέρει βοήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βοηθόος προήλθε πιθ. από την έκφραση «(επί) βοήνθειν» (του ρ, θέω «τρέχω»)].

Greek Monotonic

βοηθόος: (βοή, θέω), Δωρ. βοᾶ-, -ον,
I. αυτός που σπεύδει προς τη βοή της μάχης, αυτός που βιάζεται να πολεμήσει, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. βοηδρόμος.
II. βοηθητικός, συμμαχικός, σε Πίνδ.· και ως ουσ., βοηθός, αρωγός, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

βοηθόος: дор. βοᾱθόος 2
1) спешащий на боевой клич, устремляющийся в бой, воинственный (Αἰνείας Hom.);
2) боевой (ἅρμα Hom.);
3) идущий на помощь, заступник Pind., Theocr.