οἰωνόθροος

From LSJ
Revision as of 09:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰωνόθροος Medium diacritics: οἰωνόθροος Low diacritics: οιωνόθροος Capitals: ΟΙΩΝΟΘΡΟΟΣ
Transliteration A: oiōnóthroos Transliteration B: oiōnothroos Transliteration C: oionothroos Beta Code: oi)wno/qroos

English (LSJ)

ον,

   A of the cry of birds, οἰ. γόος the wailing cry of birds,A.Ag.56(anap.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνόθροος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν κραυγὴν τῶν πτηνῶν, οἰ. γόος, ἡ γοερὰ κραυγὴ τῶν πτηνῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 56.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui retentit du chant des oiseaux.
Étymologie: οἰωνός, θρέω.

Greek Monotonic

οἰωνόθροος: -ον, αυτός που ανήκει στην κραυγή των πουλιών, οἰωνοθρόος γόος, θρηνητική κραυγή των πουλιών, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνόθροος: издаваемый птицами, птичий (γόος Aesch.).