κατάρβυλος

From LSJ
Revision as of 09:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρβῠλος Medium diacritics: κατάρβυλος Low diacritics: κατάρβυλος Capitals: ΚΑΤΑΡΒΥΛΟΣ
Transliteration A: katárbylos Transliteration B: katarbylos Transliteration C: katarvylos Beta Code: kata/rbulos

English (LSJ)

ον, (ἀρβύλη)

   A reaching down to the shoes, Χλαῖναι S.Fr. 622:—also καθάρβυλος, Χλανίς Hsch.

German (Pape)

[Seite 1374] bis auf die Schuhe herabreichend, χλαῖνα Soph. frg. 559.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρβῠλος: -ον, (ἀρβύλη), ἐξικνούμενος, καθήκων ἢ φθάνων μέχρι τῶν ἀρβυλῶν (πεδίλων), ποδήρης, χλαῖνα Σοφ. Ἀποσπ. 559˙ «ὥστε καὶ ἐπὶ τὰς ἀρβύλας χαλᾶσθαι» ἔτι καὶ καθάρβυλος, Ἡσύχ., πρβλ. ποδήρης.

Greek Monolingual

κατάρβυλος και καθάρβυλος, -ον (Α)
αυτός που φτάνει μέχρι τα πέδιλα («χλαῑνα κατάρβυλος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀρβύλη «υπόδημα που φθάνει μέχρι τους αστραγάλους»].

Russian (Dvoretsky)

κατάρβῠλος: доходящий до обуви, т. е. ниспадающий до пят, длиннополый (χλαῖνα Soph.).