Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διφάσιος

From LSJ
Revision as of 09:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht

Menander, Monostichoi, 298
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐφάσιος Medium diacritics: διφάσιος Low diacritics: διφάσιος Capitals: ΔΙΦΑΣΙΟΣ
Transliteration A: diphásios Transliteration B: diphasios Transliteration C: difasios Beta Code: difa/sios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, Ion. Adj.,

   A of two kinds, γράμματα Hdt.2.36; αἰτίαι Id.3.122, cf. Schwyzer 725 (Milet.), Eus.Mynd.63.    II in pl., = δύο, Hdt.1.18, 2.17, al.

Greek (Liddell-Scott)

διφάσιος: [ᾰ], -α, -ον, Ἰων. ἐπίθ., διπλάσιος, διπλοῦς, διττός, Λατ. bifarius, Ἡρόδ. 2. 36., 3. 122 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. =δύο, ὁ αὐτ. 1. 18., 2. 17 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 double;
2 de double nature, de deux sortes.
Étymologie: δίς, φημί.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 de dos clases γράμματα Hdt.2.36, αἰτίαι Hdt.1.70, 3.122, ἐφρόνεον δὲ διφασίας ἰδέας tenían la opinión dividida Hdt.6.100, μελίχματα Milet 1(3).31a.2 (VI/V a.C.), ὁδοὶ διφάσιαι Eus.Mynd.63.
2 doble τρώματα μεγάλα διφάσια dos grandes desastres Hdt.1.18, διφάσια στόματα doble boca (del Nilo), Hdt.2.17, εἰκόνες Hdt.2.182.
3 adv. -ίως de dos modos, Gloss.2.279.

• Etimología: Deriv. de δίφασος, comp. de δισ(σ)- y de un segundo término dud., quizá -φατος, de *bh°H2-, cf. φημί, como lat. bifariam; menos prob. la rel. c. φαίνομαι.

Greek Monotonic

διφάσιος: [ᾰ], -α, -ον, = διπλάσιος·
I. διττός, διπλός, διπλάσιος, Λατ. bifarius, σε Ηρόδ.
II. στον πληθ. = δύο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διφάσιος: (ᾰ) двойственный, двоякий, pl. тж. два, двое: αἰτίαι διφάσιαι λέγονται τοῦ θανάτου Her. о причинах смерти (Поликрата) рассказываются две версии; διφασίοισι γράμμασι χρᾶσθαι Her. пользоваться двумя родами письмен.