κάρυον

From LSJ
Revision as of 10:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρῠον Medium diacritics: κάρυον Low diacritics: κάρυον Capitals: ΚΑΡΥΟΝ
Transliteration A: káryon Transliteration B: karyon Transliteration C: karyon Beta Code: ka/ruon

English (LSJ)

[ᾰ], τό, any kind of

   A nut, Ar.V.58, Pl.1056, Theoc.9.21; κάρυα, = ἀκρόδρυα, Ath.2.52a (but τὰ κ. ἢ . . τὰ ἀκρόδρυα Thphr.Char. 11.4); κ. πλατέα, i.e. filberts, X.An.5.4.29; esp. of walnuts, Batr. 31, Epich.150, Philyll.25, Gal.6.609; but this is prop. κ. βασιλικόν, Thphr.CP4.2.1, Agatharch.96, PCair.Zen.13.6 (iii B. C.), Dsc.1.125; or Περσικόν ibid.; κ. Εὐβοϊκόν sweet chestnut, Thphr.HP1.11.3,4.5.4; also κασταναϊκόν ib.4.8.11, Agatharch.43; κ. Ἡρακλεωτικόν filbert, Thphr.CP4.2.1, IG22.1013.19; also κ. Ποντικόν PCair.Zen.12.48 (iii B. C.), Dsc. 1.125, Ruf. ap. Orib.8.47.20; κ. πικρά almonds, Archig. ap.Gal.12.409, Erot. s.v. νίωπον; so κ. alone, LXXNu.17.8, Ph.2.162.    2 nut-shaped boss as ornament, OGI214.49 (Branchidae, iii B. C.).    II stone, kernel, Thphr.HP3.9.5; κ. κοκκυμήλου ib.4.2.5.    2 seed of conifers, Id.CP1.19.1; κ. πιτύϊνα pine-kernels, Diocl.Fr.127.    III = ἠρύγγη, Dsc.3.21.

German (Pape)

[Seite 1331] τό, die Nuß, bes. die Wallnuß, Theophr.; Εὐβοϊκόν, Kastanie, bei Xen. An. 5, 5, 29 umschrieben τὰ πλατέα οὐκ ἔχοντα διαφυὴν οὐδεμίαν, wie auch Poll. 1, 232 die καστάνια erkl.; vgl. D. Sic. 14, 30; λεπτόν oder ποντικόν, Haselnuß; der Stein der Steinfrüchte, der Kern der Fichtenzapfen, Diosc. – In der Mechanik ein Kloben, über den ein Seil gewunden in eine Nuß geht.

Greek (Liddell-Scott)

κάρυον: ᾰ, τό, (ἴδε ἐν λ. κραναός), πᾶς καρπὸς ὅμοιος καρύῳ, Ἀριστοφ. Σφ. 58, Πλ. 1056, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29· διακρίνονται δὲ εἰς διάφορα εἴδη, ὡς κάρ. βασιλικὰ ἢ Περσικά, τὰ «καρύδια», Διοσκ. 1. 178, καλούμενα καὶ ἁπλῶς κάρυα Βατραχομυομ. 31, Ἐπίχ., κτλ., πρβλ. Ἀθήν. 52A· κάρυα κασταναϊκὰ ἢ κασταναῖα, τὰ κάστανα (ἴδε ἐν λ. κάστανα), καλούμενα καὶ κάρ. Εὐβοϊκὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 5, 4· κάρ. Ἡρακλεωτικά, τὰ λεπτοκάρυα ἢ «λεφτόκαρα», Τουρκ. «φουντούκια», Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 19, καλούμενα προσέτι καὶ Ποντικὰ ἢ λεπτὰ Διοσκ. 1. 179· κάρ. πικρά, πικρὰ ἀμύγδαλα, «πικραμύγδαλα», Ἀρχιγ. παρὰ Γαλην. ΙΙ. ὁ πυρὴν καρπῶν τινων καὶ ἰδίως ὁ ἐν τῷ κώνῳ πίτυος, Θεοφ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 5, κτλ. ΙΙΙ. ἐν τῇ μηχανικῇ, εἶδος τροχαλίας, Math. Vett. σ. 44.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
noix ou noisette, fruit.
Étymologie: cf. skr. karakas « noix de coco ».

Greek Monotonic

κάρῠον: [ᾰ], τό, κάθε είδους καρύδι, σε Αριστοφ., Ξεν.· διακρινόμενο σε ποικίλα είδη, όπως κ. βασιλικά ή Περσικά, τα καρύδια, ονομάζονται και απλώς κάρυα, σε Βατραχομ.· κ. κασταναϊκά ή κασταναῖα, τα κάστανα κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάρυον -ου, τό noot (van plant, boom).