πλύνος

From LSJ
Revision as of 10:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

German (Pape)

[Seite 638] eine Sache, die gewaschen wird, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. πλυνός.

Greek Monolingual

ὁ, Α πλύνω
1. το πλύσιμο
2. κάτι που έχει πλυθεί
3. φρ. α) «νιτρική πλύνου» — νιτρικό σαπούνι
β) μτφ. «πλύνον ποιῶ τινα» — πλύνω
γ) μτφ. «πλύνον πλύνεσθαι» — υβρίζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλύνος -ου, ὁ [πλύνω] het wassen, overdr.. πλύνον με ποιῶν ‘mij een oorwassing geven’ (d.w.z. er flink van langs geven) Aristoph. Pl. 1061.