κῦφος
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
εος, τό,
A hump, hunch, Hdn.Gr.1.225, Aët. ap. Phot.Bibl. p.180 B . . II = κύπελλον, EM549.8.
German (Pape)
[Seite 1539] τό, Krümmung, Buckel, Hippocr. u. a. Medic.; – hohles Gefäß, Kufe, E. M. 549, 7.
Greek (Liddell-Scott)
κῦφος: -εος, τό, κύφωμα, κύρτωμα, «καμποῦρα», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 807, Ἀέτ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 180. 1, Ἀρκάδ. ΙΙ. = κύπελλον, Ἐτυμ. Μέγ. 549. 8.
French (Bailly abrégé)
ους (τό) :
bosse.
Étymologie: κύπτω.
Greek Monolingual
κῡφος, τὸ (Α) κυφός·1. κύρτωμα, καμπούρα
2. μικρή σκάφη, σκαφίδι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κῦφος -ους, zonder contr. -εος, τό [κυφός] kromming, bochel.