Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πεντηκοστύς

From LSJ
Revision as of 10:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντηκοστύς Medium diacritics: πεντηκοστύς Low diacritics: πεντηκοστύς Capitals: ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΥΣ
Transliteration A: pentēkostýs Transliteration B: pentēkostys Transliteration C: pentikostys Beta Code: penthkostu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ,

   A body of fifty, as a division of the Spartan army, Th.5.68 ; κατὰ πεντηκοστῦς (acc. pl.) X.An. 3.4.22.

German (Pape)

[Seite 559] ύος, ἡ, die Zahl funfzig, bes. eine Abtheilung Soldaten, nach Thuc. 5, 68 der vierte Theil des λόχος; vgl. Xen. An. 3, 4, 22.

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκοστύς: -ύος, ἡ, τὸ ἀφῃρ. τοῦ ἀριθμ. 50, ὁ ἀριθμὸς πεντήκοντα, μάλιστα ὡς διαίρεσις τοῦ Σπαρτιατικοῦ στρατεύματος, Θουκ. 5. 68· κατὰ πεντηκοστῦς (αἰτιατ. πληθ.) Ξεν. Ἀνάβ. 3. 4, 22· ἴδε λόχος.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
le nombre de cinquante ; particul. compagnie de cinquante hommes (4ᵉ partie du λόχος) à Sparte.
Étymologie: πεντήκοντα.

Greek Monolingual

-ύος, ἡ, Α
1. σύνολο πενήντα ομοειδών μονάδων
2. υποδιαίρεση, μονάδα του σπαρτιατικού στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκο-ντα + κατάλ. -στύς (πρβλ. μυριο-στύς)].

Greek Monotonic

πεντηκοστύς: -ύος, ἡ (πεντήκοντα), ο αριθμός πενήντα, ιδίως ως υποδιαίρεση του σπαρτιατικού στρατού, σε Θουκ.· κατὰ πεντηκοστῦς (αιτ. πληθ.), σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεντηκοστύς -ύος, ἡ [πεντηκοστός] legerafdeling van vijftig man.