κλοπαῖος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
α, ον,
A stolen, πυρὸς πηγή A.Pr.110, cf.S.Ichn.76, E.Alc. 1035. 2 furtive, fraudulent, κλοπαίων τε καὶ βιαίων Pl.Lg.934c; ἀφανισμός D.H.2.71.
German (Pape)
[Seite 1456] gestohlen; θηρῶμαι πυρὸς πηγὴν κλοπαίαν Aesch. Prom. 110; Eur. Alc. 1035; τὰ κλοπαῖα, heimlich, Plat. Legg. XI, 934 c; ἀφανισμός D. Hal. 2, 71; Poll. 8, 33.
Greek (Liddell-Scott)
κλοπαῖος: -α, -ον, (κλὼψ) κλοπιμαῖος, «κλεμμένος», ἐκ κλοπῆς προερχόμενος, πυρὸς πυγὴ Αἰσχύλ. Πρ. 110, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 1035. 2) κλοπιμαῖος, λαθραῖος, Πλάτ. Νόμ. 934C, Διον. Ἁλ. 2. 71.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
volé, dérobé.
Étymologie: κλοπή.
Greek Monolingual
κλοπαῑος, -αία, -αῖον (Α) κλοπή
1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, ο κλεμμένος («θηρῶμαι πυρὸς πηγὴν κλοπαίων», Αισχύλ.)
2. λαθραίος, δόλιος («τῶν κλοπαίων τε καὶ βιαίων πάντων τὰς ζημίας», Πλάτ.).
Greek Monotonic
κλοπαῖος: -α, -ον (κλέπ-τω), κλοπιμαίος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλοπαῖος -α -ον [κλοπή] gestolen. diefstal betreffend:. κλοπαίων τε καὶ βιαίων πάντων τὰς ζημίας straffen voor alle soorten diefstal en geweldsdelicten Plat. Lg. 934c.