παρεμπολάω

From LSJ
Revision as of 10:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεμπολάω Medium diacritics: παρεμπολάω Low diacritics: παρεμπολάω Capitals: ΠΑΡΕΜΠΟΛΑΩ
Transliteration A: parempoláō Transliteration B: parempolaō Transliteration C: parempolao Beta Code: parempola/w

English (LSJ)

   A traffic underhand in a thing, smuggle it in, π. γάμους dub. in E.Med.910 ; πολίτης παρημπολημένος an intrusive citizen, Com.Adesp.96.

German (Pape)

[Seite 515] daneben, heimlich od. fälschlich einführen; γάμους, Eur. Med. 910, neben der rechtmäßigen Ehe eine andere eingehen; dah. παρημπολημένος, ein eingeschwärzter, unächter Bürger, Poll. 3, 56, = παρεγγεγραμμένος.

Greek (Liddell-Scott)

παρεμπολάω: ἐμπορεύομαί τι λαθραίως, κρυφίως, π. γάμους Εὐρ. Μήδ. 910· πολίτης παρημπολημένος, ψευδῶς ἐγγεγραμμένος ὡς τοιοῦτος, ὡς τὸ παρέγγραπτος, Κωμικ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 56, πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 5. σ. 123.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
glisser frauduleusement dans une vente ; p. ext. introduire frauduleusement, acc..
Étymologie: παρά, ἐμπολάω.

Greek Monotonic

παρεμπολάω: μέλ. -ήσω, εμπορεύομαι κάτι λαθραία, κάνω λαθρεμπόριο, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εμπολάω binnensmokkelen:. γάμους... ἀλλοίους een ander huwelijk Eur. Med. 910 (tekst en bet. onzeker).