καταειμένος
From LSJ
δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.
English (LSJ)
η, ον, pf. part. Pass., 1 of καταέννυμι, Od.13.351. 2 of καθίημι, hanging down over, A.R.1.939, 3.830.
Greek (Liddell-Scott)
καταειμένος: -η, -ον, μετοχ. παθ. πρκμ., 1) τοῦ καταέννυμι, Ὀδ. Ν. 351. 2) τοῦ καθίημι, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 830.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. de καταέννυμι.
English (Autenrieth)
see καταέννῦμι.
Greek Monotonic
καταειμένος: -η, -ον, Παθ. μτχ. του κατα-έννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταειμένος ptc. perf. pass. van καταέννυμι.