πρόσπλατος
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ον, (προσπίλναμαι)
A approachable, ξένοις A.Pr.716 (Elmsl. for πρόσπλαστοι).
Greek (Liddell-Scott)
πρόσπλᾱτος: -ον, (προσπλάζω) προσιτός, τινι Αἰσχύλ. Πρ. 716· τὰ ἀντίγραφα ἔχουσι πρόσπλαστοι, ἀλλ’ ἴδε Δινδ.
French (Bailly abrégé)
c. πρόσπλαστος.
Étymologie: πρός, πελάω.
Greek Monolingual
-ον, Α προσπελάζω
ευπρόσιτος, προσιτός.
Greek Monotonic
πρόσπλᾱτος: -ον (προσπλάζω), προσιτός, προσεγγίσιμος, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσπλατος -ον [προσπίλναμαι] benaderbaar.