κυμβίον

From LSJ
Revision as of 10:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat

Menander, Monostichoi, 457
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυμβίον Medium diacritics: κυμβίον Low diacritics: κυμβίον Capitals: ΚΥΜΒΙΟΝ
Transliteration A: kymbíon Transliteration B: kymbion Transliteration C: kymvion Beta Code: kumbi/on

English (LSJ)

τό, Dim. of κύμβη (A) 1,

   A small cup, IG22.1522.32,11(2).145.48 (Delos, iv B.C.), Theopomp.Com.31, Philem.84, Alex.2.6, D.21.158, cf. Ath.11.481d; also, Dim. of κύμβη (A) 11, Hsch., Suid.: κυμβεῖον, Pherecr.66, Paus Gr.Fr.242.

Greek (Liddell-Scott)

κυμβίον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., μικρὸν ποτήριον, Λατ. cymbium, Συλλ. Ἐπιγρ. 159, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 481 κἑξ., Ἄλεξ. παρὰ τῷ αὐτῷ 230C, Δημ. 588. 18., 565. ἐν τέλ., κτλ.· ― ἐν Α. Β. 274, Ἐτυμολ. Μέγ. 545. 31, κυμβεῖον, καὶ κυμβαῖον παρ’ Εὐστ. 584. 19 κἑξ.

Greek Monolingual

κυμβίον, τὸ (Α)
μικρό ποτήρι, μικρό κύπελλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβη (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ίον].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυμβίον -ου, τό kleine beker.