συνεπαμύνω
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
English (LSJ)
[ῡ],
A join in repelling, Th.6.56. II join in assisting, τινι App.BC3.32.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπᾰμύνω: [ῡ], ἀπὸ κοινοῦ ἐπαμύνω, ἀπωθῶ, τινὰ Θουκ. 6. 56. ΙΙ. ἀπὸ κοινοῦ βοηθῶ, συμβοηθῶ, τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 32.
French (Bailly abrégé)
aider à repousser, acc..
Étymologie: σύν, ἐπαμύνω.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. απωθώ, αποκρούω μαζί με κάποιον
2. βοηθώ κάποιον να κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπαμύνω «βοηθώ, συντρέχω»].
Greek Monolingual
ΜΑ
1. απωθώ, αποκρούω μαζί με κάποιον
2. βοηθώ κάποιον να κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπαμύνω «βοηθώ, συντρέχω»].
Greek Monotonic
συνεπᾰμύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, απωθώ, αμύνομαι από κοινού, τινά, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επαμύνω, Att. ook ξυνεπαμύνω de helpende hand bieden, met acc. resp.. ξ. τὰ πρὸς τοὺς δορυφόρους in het verzet tegen het escorte Thuc. 6.56.5.