προκαθεύδω

From LSJ
Revision as of 11:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαθεύδω Medium diacritics: προκαθεύδω Low diacritics: προκαθεύδω Capitals: ΠΡΟΚΑΘΕΥΔΩ
Transliteration A: prokatheúdō Transliteration B: prokatheudō Transliteration C: prokatheydo Beta Code: prokaqeu/dw

English (LSJ)

fut. -ευδήσω,

   A sleep before or first, Ar.V.104.    II sleep for or on behalf of another, προεγρηγορότας καὶ προκαθεύδοντας Philostr. VA8.7.

German (Pape)

[Seite 726] (s. εὕδω), vorher, davor schlafen, Ar. Vesp. 104.

Greek (Liddell-Scott)

προκαθεύδω: μέλλ. -ευδήσω, καθεύδω, κοιμῶμαι πρότερον ἢ πρῶτος, Ἄριστοφ. Σφ. 104.

French (Bailly abrégé)

dormir d’avance ou auparavant.
Étymologie: πρό, καθεύδω.

Greek Monolingual

Α
1. κοιμάμαι προηγουμένως ή κοιμάμαι πρώτος
2. κοιμάμαι αντί για άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καθεύδω «κοιμάμαι»].

Greek Monotonic

προκαθεύδω: μέλ. -ευδήσω, κοιμάμαι από πριν ή πρώτος, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-καθεύδω gaan liggen slapen voor.