ναυκραρία

From LSJ
Revision as of 11:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυκραρία Medium diacritics: ναυκραρία Low diacritics: ναυκραρία Capitals: ΝΑΥΚΡΑΡΙΑ
Transliteration A: naukraría Transliteration B: naukraria Transliteration C: nafkraria Beta Code: naukrari/a

English (LSJ)

ἡ,

   A naucrary (v. ναύκραρος), Arist.Ath.8.3, Clidem.8, Phot.

German (Pape)

[Seite 231] ἡ, die Gemeinschaft athenischer Bürger, an deren Spitze ein ναύκραρος stand, den späteren συμμορίαι entsprechend, Poll. 8, 108 u. Phot., nach denen zwölf auf eine Phyle gehen; Poll. sagt ν. ἑκάστη δύο ἱππέας παρεῖχε καὶ ναῦν μίαν, ἀφ' ἧς ὠνόμασται. Vgl. Böckh Staatshaush. I, 275 ff., Herm. griech. Staatsalterth. § 99, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ναυκρᾱρία: ἡ, τὸ δωδέκατον μέρος φυλῆς, «ἐκ δὲ τῆς φυλῆς ἑκάστης ἦσαν νενεμημέναι τριττύες μὲν τρεῖς, ναυκραρίαι δὲ δώδεκα καθ’ ἑκάστην, ἐπὶ δὲ τῶν ναυκραριῶν ἀρχὴ καθεστηκυῖα ναύκραροι, τεταγμένοι πρός τε τὰς εἰσφορὰς καὶ τὰς δαπάνας τὰς γιγνομένας» Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 10. 17, ἔκδ. Blass, Ἀποσπ. 349, Κλειτόδημ. 8, Πολυδ. Η΄, 108.

Spanish

naucraría

Greek Monolingual

ναυκραρία, ἡ (Α) ναύκραρος
(στην αρχ. Αθήνα) το δωδέκατο μέρος καθεμιάς από τις φυλές της Αττικής.

Russian (Dvoretsky)

ναυκρᾱρία: ἡ навкрария (каждое из 48 подразделений гражданского населения Афин, по 12 от каждой из 4 древнейших фил, обязанное поставлять государству по одному кораблю - триреме - и по два всадника; Клисфен довел их число до 50, по 5 от каждой из 10 фил) Arst.