κεδάννυμι

From LSJ
Revision as of 11:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεδάννῡμι Medium diacritics: κεδάννυμι Low diacritics: κεδάννυμι Capitals: ΚΕΔΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: kedánnymi Transliteration B: kedannymi Transliteration C: kedannymi Beta Code: keda/nnumi

English (LSJ)

poet. for σκεδάννυμι, late in pres., AP5.275 (Agath.); Ep. aor. Act.

   A ἐκέδασσα Hom. (v. infr.), Opp.H.1.412, 3pl. κέδασαν Hsch., Pass. ἐκεδάσθην Hom. (v. infr.), κεδάσθη Orph.A.557; plpf. Pass. κεκέδαστο A.R.2.1112:—break up, scatter, ἐκέδασσε φάλαγγας Il.17.285; θεὸς δ' ἐκέδασσεν Ἀχαιούς Od.14.242; so [ποταμὸς] ἐκέδασσε γεφύρας Il.5.88; νεφέλας ἐκέδασσαν ἄελλαι A.R.3.1360:—Pass., κεδασθείσης ὑσμίνης when the battle was broken up, i.e. when the combatants were no longer in masses, Il.15.328, 16.306; ἔμειναν ἀθρόοι, οὐδ' ἐκέδασθεν ἀνὰ στρατόν 15.657; [δούρατα] ῥαισθείσης (sc. νηός) κεκέδαστο A.R.2.1112; κῶμα κεδάσθη was shed, Orph. l.c.

Greek (Liddell-Scott)

κεδάννῡμι: ποιητ. ἀντὶ τοῦ σκεδάννυμι, Ἀνθ. Π. 5. 276 (καὶ κεδάω, ἐξ οὗ «κεδᾶται· σκεδάννυται» Ἡσύχ.), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. ἐνεργ. ἀορ. ἐκέδασα, παθ. ἐκεδάσθην. Θραύω εἰς δύο, διασπῶ, ἐκέδασσε φάλαγγας, διέσπασε τὴν πυκνὴν παράταξιν, Ἰλ. Ρ. 285· θεὸς δ’ ἐκέδασσεν Ἀχαιοὺς Ὀδ. Ξ. 242· οὕτω, ποταμὸς ἐκέδασσε γεφύρας Ἰλ. Ε. 88.- Παθ., κεδασθείσης ὑσμίνης, ὅτε διεσπάσθη ἡ μάχη, δηλ. ὅτε τὰ διαμαχόμενα μέρη δὲν ἦσαν πλέον ἐν παρατάξει, Ο. 328, Π. 306· ἔμειναν ἀθρόοι, οὐδ’ ἐκέδασθεν ἀνὰ στρατὸν (ἔνθα ἴδε τὴν ἀντίθεσιν) αὐτόθι 657.

French (Bailly abrégé)

primit. seul. ao. Act. et Pass.
disperser, rompre (les lignes d’une troupe ennemie) : κεδασθείσης ὑσμίνης IL quand les lignes du combat, càd de combattants, furent rompues ; en parl. de choses κ. γέφυρας IL rompre des ponts.
Étymologie: épq. c. σκεδάννυμι.

Greek Monolingual

κεδάννυμι (Α)
(ποιητ. τ.) σκεδάννυμι, διασκορπίζω, διασπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκεδάννυμι.

Greek Monotonic

κεδάννῡμι: ποιητ. αντί σκεδάννυμι, Επικ. αορ. αʹ ἐκέδασσα, Παθ. ἐκεδάσθην· σπάζω στα δυο, διασπώ, διασκορπώ, σε Όμηρ. — Παθ., κεδασθείσης ὑσμίνης, όταν διασπάσθηκε η μάχη, δηλ. τα αντίπαλα στρατόπεδα δεν ήταν πλέον παρατεταγμένα, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεδάννυμι [~ σκεδάννυμι] poët. aor. (ἐ)κέδασα en ἐκέδασσα, aor. pass. (ἐ)κεδάσθην, ep. 3. plur. κέδασθεν, verspreiden: pass.:; ἔνθα δ ’ ἀνὴρ ἕλεν ἄνδρα κεδασθείσης ὑσμίνης daar doodde de ene man de andere toen de strijd zich uitbreidde Il. 15.328; uiteenslaan:. ὅς τ ’ ὦκα ῥέων ἐκέδασσε γεφύρας (een rivier) die met zijn snelle stroom bruggen verbrijzelt Il. 5.88.