ἀθέατος
English (LSJ)
ον,
A unseen, invisible, Luc.Nav.44, Plu.2.575b, Ael.NA 8.7. 2 that may not be seen, secret, Ps.-Phoc.100, Plu.Num.9, Luc.DMar.14.2; τὰ ἀ. J.AJ14.16.3, etc. II Act., not seeing, blind to, τινός X.Mem.2.1.31, Arist.Mu.391a25, Plu.2.7c, Max.Tyr. 3.10. Adv. -τως Poll.4.10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 qu’on ne voit pas, invisible;
2 qu’on ne peut voir, invisible;
II. qui ne voit pas, gén..
Étymologie: ἀ, θεάομαι.
Spanish (DGE)
(ἀθέᾱτος) -ον
• Alolema(s): ἀθήητος Nonn.D.35.237
I 1no visto, sin ser visto ἐδυνάμην ... ἀ. εἶναι εἰσιών Luc.Nau.44, cf. Plu.2.575b.
2 que no se ve, invisible ἀ. καὶ ἀνεύρετος ἡ συμβολή la juntura (de la mesa) invisible e inexplorable Aristeas 71, Ἠχώ Nonn.D.48.491
•subst. τὰ ἀ. Gr.Nyss.Tres dei 44.13.
3 que no se debe ver μηδ' ἀθέατα δείξης ἠελίῳ Ps.Phoc.100, τὰ ἐντὸς ἀθέατα κρύπτεσθαι πᾶσι Plu.Cam.20, τοῖς ἄλλοις ἱερά Plu.Num.9, Ἀρτέμιδος χρόα γυμνὸν ἀθηήτοιο Nonn.l.c.
4 que no ve c. gen. τοῦ πάντων ἡδίστου θεάματος ἀ. X.Mem.2.1.31, cf. Arist.Mu.392a25, Plu.2.7c, Luc.Scyth.4.
II adv. -ως sin ver Poll.4.10.
Greek Monotonic
ἀθέᾱτος: αθέατος, αόρατος, σε Πλούτ., Λουκ.
2. αυτό που δεν επιτρέπεται κάποιος να δει, μυστικός, κρυφός, σε Πλούτ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν βλέπει, τυφλός σε κάτι· με γεν., τινος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀθέᾱτος: 1) невидимый, незримый Plut., Luc.;
2) сокровенный, тайный (ἱερά Plut.);
3) не видящий (θεάματος ἡδίστου Xen.; τῶν κρειττόνων Arst.): πολέμου καὶ στρατείας ἄπειροι καὶ ἀθέατοι Plut. не видевшие войны и военной службы и (военного) опыта не имеющие.