ἀποστάτης

Revision as of 12:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

[τᾰ], ου, ὁ,

   A deserter, rebel, ἀ. τοῦ βασιλέως Plb. 5.57.4, cf. Wilcken Chr.10 (ii B.C.), Plu.Cim.10; seceder, SIG705.41,50(Delph., ii B.C.).    II runaway slave, Plu.Rom.0; ἀ. κύων runaway dog, Id.2.821d.    III Lat. apostata, apostate, Cod.Theod. 16.7.7.

German (Pape)

[Seite 326] ὁ, der Abfallende, Abtrünnige, τινός Pol. 5, 57; βασιλέως Plut. Cim. 10; u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστάτης: -ου, ὁ, δραπέτης δοῦλος, Πλουτ. Ρωμ. 9· λιποτάκτης, ἐπαναστάτης, ἀπ. τοῦ βασιλέως Πολύβ. 5. 57, 4, Πλουτ. Κίμ. 10· ἀπ. κύων, δραπέτης, ὁ αὐτ. 2. 821D. ΙΙ. Παρ’ Ἐκκλ., ἀποστάτης, ἀρνησίθρησκος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 esclave fugitif;
2 rebelle, traître;
3 eccl. apostat.
Étymologie: ἀφίστημι.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 desertor, rebelde Αἰγύπτιοι PTeb.781.7 (II a.C.), PAmh.30.34 (II a.C.), Κυρρησταί Plb.5.57.4, οἰκέται Plu.Rom.9, δοῦλοι Mon.Anc.Gr.13.14, κύνες ἀποστάται perros fugitivos Plu.2.821b, frec. en lit. crist. ἄγγελος Iren.Lugd.Haer.4.40.3, δράκων Gr.Nyss.Eun.3.10.16, Phys.A 64.3, διάβολος Oecum.Apoc.p.153
pred. y subst. desertor, rebelde, secesionista c. gen. τῆς πατρίδος Plb.11.28.5, τοῦ πατρός D.H.4.55, ἐγ Βοιωτίας ἀποστάται γεγενημένοι FD 2.70a.50
del hombre ἀ. αὐτοῦ (τοῦ θείου νόμου) desertor de la ley divina Eus.Is.53
sin rég., D.H.6.46, FD 2.70a.41, D.S.2.25, del Demonio respecto a Dios, Clem.Al.Strom.1.17.85, como sign. del n. sem. «Satán», Iust.Phil.Dial.103.5.
2 apóstata lat. apostatarum sacrilegum nomen, Cod.Theod.16.7.7, por parte de los Ebionistas dicho de San Pablo ἀ. τοῦ νόμου Eus.HE 3.27.4, subst., del emperador Juliano ὁ Ἀ Gr.Naz.M.35.1112C, cf. Ath.Al.M.25.592A.

Greek Monolingual

ο (θηλ. -τρια κ. -τισσα, η) (ΑΜ ἀποστάτης, θηλ. -τις, η)
1. στασιαστής, επαναστάτης
2. αρνησίθρησκος, εξωμότης
μσν.- νεοελλ.
ο απείθαρχος
νεοελλ.
1. (για ιερείς) αυτός που απέβαλε το ιερατικό σχήμα εκούσια
2. (για πολιτικούς) αυτός που εγκατέλειψε ένα πολιτικό κόμμα για να ενταχθεί σε άλλο
αρχ.
δούλος που ξέφυγε από τον κύριό του, δραπέτης.

Greek Monotonic

ἀποστάτης: ου, ὁ (ἀφίσταμαι), φυγάς, αυτός που εγκαταλείπει κάποιον, εξωμότης, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποστάτης: ου ὁ1) мятежник, отступник, бунтарь Polyb., Plut.;
2) беглый раб Plut.