σταχυητόμος

From LSJ
Revision as of 12:05, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰχῠητόμος Medium diacritics: σταχυητόμος Low diacritics: σταχυητόμος Capitals: ΣΤΑΧΥΗΤΟΜΟΣ
Transliteration A: stachyētómos Transliteration B: stachyētomos Transliteration C: stachyitomos Beta Code: staxuhto/mos

English (LSJ)

ον,

   A cutting ears of corn, reaping, ὅπλον AP6.95 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 931] Aehren schneidend, ὅπλον, heißt die Sichel, Antiphil. 4 (VI, 95).

Greek (Liddell-Scott)

στᾰχυητόμος: -ον, ὁ κόπτων στάχυας σίτου, θερίζων, ὅπλον Ἀνθ. Π. 6. 95. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 319.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coupe des épis.
Étymologie: στάχυς, τέμνω.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. σταχυοτόμος.

Greek Monotonic

στᾰχυητόμος: -ον (τέμνω), αυτός που κόβει στάχυα σιταριού, θεριστικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

στᾰχυητόμος: срезающий колосья, жатвенный (ὅπλον Anth.).