ὑποπεινάω
From LSJ
English (LSJ)
A begin to be hungry, Ar.Pl.536 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1228] (s. πεινάω), ein wenig hungern, Ar. Plut. 536.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπεινάω: ἀρχίζω νὰ πεινῶ, Ἀριστοφ. Πλ. 536.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
commencer à avoir faim.
Étymologie: ὑπό, πεινάω.
Greek Monotonic
ὑποπεινάω: μέλ. -ήσω, πεινώ κάπως, αρχίζω να πεινώ, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποπεινάω: испытывать некоторый голод, быть полуголодным Arph.