πραΰτης
From LSJ
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A v. πραότης.
German (Pape)
[Seite 697] ητος, ἡ, Sanftheit, Sp. Gebräuchlicher ist πραότης.
English (Strong)
from πραΰς; mildness, i.e. (by implication) humility: meekness.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, Α
βλ. πραότητα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πραΰτης -ητος, ἡ zie πραότης.
Russian (Dvoretsky)
πρᾱΰτης: ητος ἡ NT = πρᾳότης.