ἀγχίτοκος

From LSJ
Revision as of 13:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχίτοκος: -ον, πλησίον τοῦ τόκου, ἀγχ. ὠδῖνες, οἱ πόνοι τοῦ τοκετοῦ, Πινδ. Ἀπ. 58. 5· ἐπὶ γυναικός, ἡ ἐν τοῖς πόνοις τοῦ τοκετοῦ, ἑτοιμόγεννος, Ἀνθ. Π. 7. 462.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sur le point d’enfanter.
Étymologie: ἄγχι, τίκτω.

English (Slater)

ἀγχίτοκος, -ον
   1 near the time of birth ἁ Κοιογενὴς ὠδίνεσσι θυίοισ' ἀγχιτόκοις fr. 33d. 4.

Greek Monotonic

ἀγχίτοκος: -ον (τίκτω), αυτός που βρίσκεται κοντά στους πόνους του τοκετού· ἀγχίτοκοι ὠδῖνες, οξείς πόνοι, ωδίνες τοκετού, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγχίτοκος: 1) близкая к родам (sc. γυνή Anth.);
2) родовой, испытываемый при родах (ὠδῖνες Pind.).