εὐφορβία

From LSJ
Revision as of 13:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφορβία Medium diacritics: εὐφορβία Low diacritics: ευφορβία Capitals: ΕΥΦΟΡΒΙΑ
Transliteration A: euphorbía Transliteration B: euphorbia Transliteration C: efforvia Beta Code: eu)forbi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A high feeding, σφαδᾴζεις πῶλος ὣς εὐφορβίᾳ S.Fr. 848.

Greek (Liddell-Scott)

εὐφορβία: ἡ, πολυτροφία, σφαδᾳζεις πῶλος ὥς εὐφορβίᾳ, γαστήρ τε γάρ σου καὶ γνάθος πλήρης Σοφ. Ἀποσπ. 727 (Πλούτ. 2, 280F).

Greek Monolingual

εὐφορβία, ἡ (Α) εύφορβος
καλή, άφθονη τροφή ζώων («σφαδάζεις πῶλος ὥς εὐφορβίᾳ γαστήρ τε γάρ σου καὶ γνάθος πλήρης», Σοφ.).

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐφόρβιον, τὸ Εύφορβος
1. είδος φυτού (κν. γαλατσίδα)
2. ο γαλακτώδης χυμός του φυτού αυτού.

Russian (Dvoretsky)

εὐφορβία: ἡ хороший или обильный корм Soph. ap. Plut.