παρακαλπάζω

From LSJ
Revision as of 13:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακαλπάζω Medium diacritics: παρακαλπάζω Low diacritics: παρακαλπάζω Capitals: ΠΑΡΑΚΑΛΠΑΖΩ
Transliteration A: parakalpázō Transliteration B: parakalpazō Transliteration C: parakalpazo Beta Code: parakalpa/zw

English (LSJ)

   A run beside a trotting horse, π. καὶ καταψήσας Plu. Alex.6.

German (Pape)

[Seite 481] nebenhertraben, τινά, Plut. Alex. 6.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαλπάζω: τρέχω πεζὸς πλησίον καλπάζοντος ἵππου κρατῶν αὐτὸν ἀπὸ τοῦ χαλινοῦ, παρακαλπάσας (τῷ ἵππῳ) καὶ καταψήσας Πλουτ. Ἀλέξ. 6, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 283. 10.

French (Bailly abrégé)

caresser, flatter, acc..
Étymologie: παρά, καλπάζω.

Greek Monolingual

ΜΑ
τρέχω πεζός δίπλα σε άλογο που καλπάζει κρατώντας το από τον χαλινό («μικρὰ δὲ οὕτω παρακαλπάσας καὶ καταψήσας», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

παρακαλπάζω: бежать рядом (с лошадью) рысью Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-καλπάζω rennen naast.