φυλλόκομος

From LSJ
Revision as of 14:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυλλόκομος Medium diacritics: φυλλόκομος Low diacritics: φυλλόκομος Capitals: ΦΥΛΛΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: phyllókomos Transliteration B: phyllokomos Transliteration C: fyllokomos Beta Code: fullo/komos

English (LSJ)

ον,

   A thick-leaved, μῖλαξ Ar.Av.215 (anap.); μελία ib.742 (lyr.)

German (Pape)

[Seite 1315] mit Blättern behaart, dicht belaubt, Ar. Av. 217. 742.

Greek (Liddell-Scott)

φυλλόκομος: -ον, πυκνόφυλλος, σμῖλαξ Ἀριστοφ. Ὄρν. 215· μελία αὐτόθι 742.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la chevelure de feuillage.
Étymologie: φύλλον, κόμη.

Greek Monolingual

-ον, Α
γεμάτος φύλλα, καλυμμένος με φύλλα, πυκνόφυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -κομος (< κόμη), πρβλ. ἱππό-κομος, χρυσό-κομος].

Greek Monotonic

φυλλόκομος: -ον (κόμη), πυκνόφυλλος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

φυλλόκομος: покрытый листьями, густолиственный (σμῖλαξ Arph.).