λεπτοσύνη

From LSJ
Revision as of 14:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτοσύνη Medium diacritics: λεπτοσύνη Low diacritics: λεπτοσύνη Capitals: ΛΕΠΤΟΣΥΝΗ
Transliteration A: leptosýnē Transliteration B: leptosynē Transliteration C: leptosyni Beta Code: leptosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A = λεπτότης, AP11.110 (Nicarch.).

German (Pape)

[Seite 31] ἡ, poet. = λεπτότης, Nicarch. 16 (XI, 110).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοσύνη: ἡ = λεπτότης, Ἀνθ. Π. 11. 110.

Greek Monolingual

(I)
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας σύνθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leptosyne < νεολατ. leptosyne (< λεπτοσύνη)].———————— (II)
λεπτοσύνη, ἡ (ΑM) λεπτός
λεπτότητα.

Greek Monotonic

λεπτοσύνη: ἡ, = λεπτότης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λεπτοσύνη: (ῠ) ἡ Anth. = λεπτότης.