συνεπιπάσχω

From LSJ
Revision as of 14:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιπάσχω Medium diacritics: συνεπιπάσχω Low diacritics: συνεπιπάσχω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΠΑΣΧΩ
Transliteration A: synepipáschō Transliteration B: synepipaschō Transliteration C: synepipascho Beta Code: sunepipa/sxw

English (LSJ)

   A feel emotion together, μετὰ πάθους τινός ib.1037b.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιπάσχω: ὁμοῦ πάσχω, ὁμοῦ αἰσθάνομαι συγκίνησιν, ὥσπερ ἐν δίκῃ μ. τὰ πάθους τινὸς συνεπιπάσχων Πλούτ. 2. 1037Α.

French (Bailly abrégé)

s’associer à la douleur ou aux sentiments de, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπιπάσχω.

Greek Monolingual

Α
αισθάνομαι επίσης συγκίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπὶ + πάσχω.

Greek Monolingual

Α
αισθάνομαι επίσης συγκίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπὶ + πάσχω.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιπάσχω: вместе страдать: μετὰ πάθους τινὸς σ. Plut. разделять чье-л. страдание.