ἀργικέραυνος

From LSJ
Revision as of 14:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῐκέραυνος Medium diacritics: ἀργικέραυνος Low diacritics: αργικέραυνος Capitals: ΑΡΓΙΚΕΡΑΥΝΟΣ
Transliteration A: argikéraunos Transliteration B: argikeraunos Transliteration C: argikeravnos Beta Code: a)rgike/raunos

English (LSJ)

ον,

   A with bright, vivid lightning, epith. of Zeus, Il.19.121, al., Orph.Fr.21a, 168, Pi.O.8.3, Cleanth. Stoic,1.122.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργικέραυνος: -ον, ὁ ῥίπτων ἀπαστράπτοντας κεραυνούς, ἐπίθ. τοῦ Διός, Ἰλ. Π. 121, κ. ἀλλ., Πινδ. Ο. 8. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la foudre éclatante de blancheur.
Étymologie: ἀργός¹, κεραυνός.

English (Autenrieth)

god of the dazzling bolt, epith. of Zeus. (Il.)

English (Slater)

ἀργῐκέραυνος
   1 of the flashing thunderbolt — Διὸς ἀργικεραύνου (O. 8.3)

Spanish (DGE)

-ον
de luz muy viva, fulgurante epít. de Zeus Il.19.121, 20.16, 22.178, B.5.58, Pi.O.8.3, Orph.Fr.21a, Cleanth.Fr.Poet.1.32, Nonn.D.10.85, Q.S.2.442, Tz.Alleg.Il.20.23.

Greek Monolingual

ἀργικέραυνος, -ον (Α)
(επίθετο του Δία) αυτός που ρίχνει κεραυνούς που αστράφτουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργι - + -κεραυνος < κεραυνός(πρβλ. εγχεικέραυνος, τερπικέραυνος κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἀργικέραυνος: ὁ, αυτός που ρίχνει αστραφτερούς κεραυνούς, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῐκέραυνος: мечущий яркие молнии (эпитет Зевса) Hom., Pind.