κρεοδαισία
From LSJ
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
English (LSJ)
ἡ,
A distribution of meat, Demetr.Sceps. ap. Ath.10.425c, Plu.2.643a.
French (Bailly abrégé)
v. κρεωδαισία.
Greek Monolingual
κρεοδαισία και κρεαδοσία, ἡ (Α) κρεοδαίτης
η διανομή του κρέατος («ἡ εἰς μερίδας κρεοδαισία, ὅταν... σταθμῷ λαβών ἕκαστος μοῑραν ἑαυτῷ πρόθηται», Πλούτ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεοδαισία -ας, ἡ [κρεοδαίτης] verdeling van vlees.