τρικότυλος
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
ον (η, ον Inscr.Délos 1432 Ab ii 30 (ii B. C.)),
A holding three κοτύλαι, Ar.Th.743, Dionys.Com.5, Men.324. II οἶνος τ. costing an obol for three κοτύλαι, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐκότῠλος: -ον, ὁ χωρῶν τρεῖς κοτύλας, Ἀριστοφ. Θεσμ. 743, Διονύσιος ὁ Σινωπεὺς ἐν «Σωζούσῃ» 1, Μένανδρ. ἐν «Μηναγύρτῃ» 2. ΙΙ. οἶνος τρ., «οὗ τρεῖς κοτύλαι ὀβολοῦ πωλοῦνται» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, θηλ. και -ύλη, Α
1. αυτός που χωρεί τρεις κοτύλες
2. (κατά τον Ησύχ.) «οἶνος τρικότυλος
oὗ τρεῑς κοτύλαι ὀβολοῡ πωλοῡνται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κότυλος (< κοτύλη «μέτρο χωρητικότητας υγρών»), πρβλ. δι-κότυλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρικότυλος -ον [τρι -, κοτύλη] met een inhoud van drie kotylai.