ἁβροπενθής
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ές, v.ἀκροπενθής.
Greek (Liddell-Scott)
ἁβροπενθής: -ές, ἴδ. λέξ. ἀκροπενθής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui s’abandonne à une molle douleur.
Étymologie: ἁβρός, πένθος.
Spanish (DGE)
-ές de lánguido duelo Περσίδες A.Pers.135.
Russian (Dvoretsky)
ἁβροπενθής: тихо плачущий (Περσίδες Aesch. - v. l. к ἀκροπενθής).