Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκρωλένιον

From LSJ
Revision as of 15:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρωλένιον Medium diacritics: ἀκρωλένιον Low diacritics: ακρωλένιον Capitals: ΑΚΡΩΛΕΝΙΟΝ
Transliteration A: akrōlénion Transliteration B: akrōlenion Transliteration C: akrolenion Beta Code: a)krwle/nion

English (LSJ)

τό,

   A elbow of a net, i.e. outer angle of mesh, X.Cyn.2.6, Poll.5.29.

German (Pape)

[Seite 85] τό, Spitze des Ellnbogens, Poll. 2, 140. Bei Xen. Equ. 2, 7 bedeutet es Netzessaum u. ist wohl in ἀκρολίνιον zu ändern, obwohl Poll. 5, 29 es auch ἄρκυος μέρος erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρωλένιον: τό, τὸ ἄκρον τοῦ ὤμου, ἡ ἀπόφυσις, ἀκρωμία, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791· ἐπὶ ἵππου, αἱ ὠμοπλάται, Ξεν. Ἱπ. 1. 11· πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 19· οὕτως ἀκρώμιον, το, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 5, 4· πρβλ. Greenhill, Θεόφιλ. 176, 13.

Spanish (DGE)

-ου, τό
borde o ángulo de la red X.Cyn.2.6, 6.9, Poll.5.29, Them.Or.23.297a.

Greek Monolingual

ἀκρωλένιον, το (Α)
1. το άκρο της ωλένης, ο αγκώνας
2. η άκρη ή εξωτερική γωνία του κυνηγετικού διχτύου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο)- (Ι) + ὠλένη.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρωλένιον: τό досл. локтевой сгиб, перен. край сети (Xen. - v. l. ἀκρολίνιον).