ἀλέτης
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ου, ὁ,
A grinder, ὄνος GDI4992 (Gortyn, V B.C.), cf. X.An. 1.5.5.
German (Pape)
[Seite 93] ὁ, der Müller, Ath. XIV, 618 d., l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλέτης: -ου, ὁ, ὁ ἀλέθων, ἴδε ἐν λ. ὄνος VII, 2.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj.
ὄνος ἀλέτης, pierre meulière.
Étymologie: ἀλέω.
Spanish (DGE)
-ου
1 apto para moler, que sirve como muela ὄνος ICr.4.75b.7 (Gortina V a.C.), X.An.1.5.5, IG 12(5).872.53 (Tenos IV a.C.).
2 subst. ὁ ἀ. molinero, PHib.268 (III a.C.), BGU 2425.24 (I a.C.), POxy.3169.91 (II/III d.C.), PSI XXI Congr.12.2.32, 5.6, 7 (III d.C.).
Greek Monolingual
ἀλέτης, ο (Α) ἀλῶ
1. αυτός που αλέθει
2. ο χρήσιμος στο άλεσμα
3. φρ. «ὄνος ἀλέτης» — μυλόπετρα, η επάνω, η περιστρεφόμενη πέτρα του μύλου (βλ. και λ. όνος).
Greek Monotonic
ἀλέτης: -ου, ὁ (ἀλέω), αυτός που αλέθει, βλ. ὄνος II. 2.
Russian (Dvoretsky)
ἀλέτης: ου (ᾰ) adj. m мелющий, размалывающий: ὄνος ἀ. Xen. верхний мельничный камень.