ἄκρηβος
From LSJ
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
English (LSJ)
ον,
A in earliest youth, Theoc.8.93.
German (Pape)
[Seite 81] in erster Jugend, Theocr. 8, 93.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκρηβος: -ον, ὁ εὑρισκόμενος ἐν τῇ πρωϊμωτάτῃ νεανικῇ ἡλικίᾳ, Θεοκρ. 8. 93.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est dans la première jeunesse.
Étymologie: ἄκρος, ἥβη.
Spanish (DGE)
-ον
que está en la flor de la juventud, Trag.Adesp.656.18, νύμφα Theoc.8.93.
Greek Monotonic
ἄκρηβος: -ον (ἄκρος, ἥβη), αυτός που βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο της νεαρής ηλικίας, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄκρηβος: совсем юный Theocr.