ἀλλάξ
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
English (LSJ)
Adv.
A = ἐνηλλαγμένως, Hsch.
German (Pape)
[Seite 102] wechselsweis, Empedocl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλάξ: ἐπίρρ. = ἐναλλάξ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4957 (πιθ. γραφ.), «ἐνηλλαγμένως», Ἡσύχ., ἐκ τοῦ Ἐμπεδοκλ. σ. 27.
Spanish (DGE)
adv. al revés Hsch.
Greek Monolingual
ἀλλάξ (Α) ἀλλάσσω
επίρρ. εναλλάξ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλάξ: adv. попеременно Emped.