ἀλλάξ
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
Adv. = ἐνηλλαγμένως (reversely), Hsch.
Spanish (DGE)
adv. al revés Hsch.
German (Pape)
[Seite 102] wechselsweis, Empedocl.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλάξ: adv. попеременно Emped.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλάξ: ἐπίρρ. = ἐναλλάξ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4957 (πιθ. γραφ.), «ἐνηλλαγμένως», Ἡσύχ., ἐκ τοῦ Ἐμπεδοκλ. σ. 27.
Greek Monolingual
ἀλλάξ (Α) ἀλλάσσω
επίρρ. εναλλάξ.
Translations
inversely
Bulgarian: обратно; Finnish: käänteisesti; French: inversement; German: umgekehrt; Greek: αντίθετα, ανάποδα, αντίστροφα; Ancient Greek: ἀλλάξ, ἀνάπαλι, ἀνάπαλιν, ἀναστρόφως, ἀναστροφίως, ἀνεστραμμένως, ἀντεστραμμένως, ἀντιπεπονθότως, ἀντιστρόφως, ἔμπαλιν, ἐνηλλαγμένως; Spanish: inversamente