ἀντιδέρκομαι

From LSJ
Revision as of 16:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδέρκομαι Medium diacritics: ἀντιδέρκομαι Low diacritics: αντιδέρκομαι Capitals: ΑΝΤΙΔΕΡΚΟΜΑΙ
Transliteration A: antidérkomai Transliteration B: antiderkomai Transliteration C: antiderkomai Beta Code: a)ntide/rkomai

English (LSJ)

   A = ἀντιβλέπω, c. acc., E.HF163.

German (Pape)

[Seite 251] (s. δέρκομαι), gerad entgegensehen, Eur. Herc. Fur. 162.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδέρκομαι: ἀποθ., ἀντιβλέπω, μετ’ αἰτ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 163· μετὰ δοτ., διάφορος γραφὴ ἐν Λουκ. Ἰκαρομ. 14.

Spanish (DGE)

mirar frente a frente δορὸς ταχεῖαν ἄλοκα E.HF 163.

Greek Monolingual

ἀντιδέρκομαι (Α)
βλέπω κάποιον κατάματα, ατενίζω.

Greek Monotonic

ἀντιδέρκομαι: αποθ. = ἀντιβλέπω, με αιτ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδέρκομαι: Eur. = ἀντιβλέπω.