ἀπάρτισις
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
εως, ἡ,
A arrangement, νεύρων Hp.Art.8 (with v.l. ἀπάρτησις, q.v.).
German (Pape)
[Seite 281] ἡ, Vollendung, Sp.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 disposición τῶν νεύρων Hp.Art.8.
2 tramitación, SB 4759a (biz.).
Greek Monolingual
ἀπάρτισις, η (Α)
διευθέτηση, τακτοποίηση.
Russian (Dvoretsky)
ἀπάρτισις: εως ἡ завершение, полное развитие (τοῦ φυτοῦ Arst.).