ἀπειλητήρ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A threatener, boaster, Il.7.96, Call.Del.69, AP6.95 (Antiph.): as Adj., Nonn.D.4.378,al.:—fem. ἀπειλ-ήτειρα, ib.2.257.
German (Pape)
[Seite 283] ῆρος, ὁ, der Droher, Großprahler, Il. 7, 96; μύωψ Antiphil. 4 (VI, 95).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειλητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἀπειλὰς ἐκφέρων, κομπαστής, Ἰλ. Η. 96, Καλλ. εἰς Δῆλ. 69, Ἀνθ. Π. 6. 95: -ήτειρα, ἡ, ὡς θηλ. ἐπίθ., Νόνν. Δ. 2. 257.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
1 qui menace;
2 fanfaron, vantard.
Étymologie: ἀπειλέω.
English (Autenrieth)
ῆρος: boaster, pl., Il. 7.96†.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
1 fanfarrón ὤ μοι, ἀπειλητῆρες, Ἀχαιΐδες, οὐκέτ' Ἀχαιοί Il.7.96.
2 amenazador μίμνον ἀπειλητῆρες Call.Del.69
•como adj. μύωψ AP 6.95 (Antiphil.), δεσμός Nonn.D.4.366.
Greek Monolingual
ἀπειλητήρ (-ῆρος), ο (Α)
κομπαστής, καυχησιάρης.
Greek Monotonic
ἀπειλητήρ: -ῆρος, ὁ (ἀπειλέω)·
1. αυτός που απειλεί, που εκφοβίζει, σε Ομήρ. Ιλ.
2. κομπορρήμονας, καυχησιολόγος, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπειλητήρ: ῆρος ὁ произносящий пустые угрозы, хвастун Hom., Anth.