ἀραίωμα

From LSJ
Revision as of 17:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.

Menander, Fragmenta, 499
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀραίωμα Medium diacritics: ἀραίωμα Low diacritics: αραίωμα Capitals: ΑΡΑΙΩΜΑ
Transliteration A: araíōma Transliteration B: araiōma Transliteration C: araioma Beta Code: a)rai/wma

English (LSJ)

[ᾰρ], ατος, τό, (ἀραιόω)

   A interstice, crevice, chink, Str.4.4.1, D.S.1.39, Luc.VH1.30, Placit.3.3.11, Plu.2.980c, etc.; of the body, Hp.Morb.4.45; pore, σώματος Hero Spir.IPraef., al., cf. Sor.1.115; a little bit, Longin.10.17.

German (Pape)

[Seite 343] τό, Lücke, Plut. sol. an. 30; Luc. V. Hist. 1, 30; D. Sic. 1, 39; leerer Platz, Longin. 10, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀραίωμα: -ατος, τὸ (ἀραιόω) τὸ μεταξὺ δύο πραγμάτων μένον κενὸν διάστημα, ἀναμεσάδα, χαραγμάδα, ὡς π.χ. μεταξὺ σανίδων μὴ καλῶς συνηρμοσμένων, προσέτι σχίσμα γῆς, ῥαγάς, καὶ τὸ μεταξὺ τῶν ὀδόντων διάστημα κτλ., ἐκ τῶν κατὰ γῆν ἀραιωμάτων Διόδ. 1. 39· διὰ τῶν ἀραιωμάτων (τῶν ὀδόντων) ἡ ναῦς εἰς τὰ ἔσω διεξέπεσεν Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 30 : πορῶδες μέρος, σαρκὸς Ἥρων Αὐτομ. 208: ― ὀλίγον τι, μικρὸν τεμάχιον, Λατ. frustulum, Λογγῖν. 10. 12.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
interstice, intervalle.
Étymologie: ἀραιόω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 cien. espacio vacío, intersticio en la materia poco densa, Philol. en Ach.Tat.Intr.Arat.19, en nubes Placit.3.3.11 (= Democr.A 93)
medic. intersticio, poro en los cuerpos vivos, Hp.Morb.4.45, Hero Spir.1 Praef., cf. 2.17, Sor.85.29, Asclep. en S.E.M.8.220
ósculo en las esponjas, Plu.2.980c
arq. ψύγματα καὶ ἀραιώματα vanos y espacios vacíos fig. en los discursos, Longin.10.7.
2 en gener. intersticio, rendija, hueco ἀραιώματα καταλείπουσιν entre las cuadernas al construir un barco, Str.4.4.1, διὰ τῶν τῆς θύρας ἀραιωμάτων D.S.3.22
fisuras, hendiduras τῆς γῆς Ph.1.8, 31, D.S.1.39, Hld.9.4.3, en minerales, Agatharch.27.

Greek Monolingual

το (AM ἀραίωμα)
1. η αραίωση
2. κενό διάστημα σε δυο πράγματα, δέντρα κ.λπ.
νεοελλ.
διάστιχο, διάστημα που ρυθμίζει τα κενά μεταξύ των στίχων και των λέξεων
αρχ.
χαλαρή σύσταση σώματος, πλαδαρότητα.

Russian (Dvoretsky)

ἀραίωμα: ατος τό промежуток, пробел Diod., Plut., Luc.