αὐτόξυλος

From LSJ
Revision as of 17:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόξῠλος Medium diacritics: αὐτόξυλος Low diacritics: αυτόξυλος Capitals: ΑΥΤΟΞΥΛΟΣ
Transliteration A: autóxylos Transliteration B: autoxylos Transliteration C: aftoksylos Beta Code: au)to/culos

English (LSJ)

ον,

   A of one piece of wood, ἔκπωμα S.Ph.35, cf. APl.4.235 (Apollonid.), Str.11.4.3.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόξυλος: -ον, ἐξ ἁπλοῦ ἀκατεργάστου ξύλου, ἔκπτωμα Σοφ. Φ. 35, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 235, Στράβ. 502.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait simplement en bois.
Étymologie: αὐτός, ξύλον.

Spanish (DGE)

-ον que es todo de madera, ἔκπωμα S.Ph.35.

Greek Monolingual

αὐτόξυλος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από ακατέργαστο ξύλο.

Greek Monotonic

αὐτόξῠλος: -ον (ξύλον), αυτός που προέρχεται από απλό (ακατέργαστο) ξύλο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόξῠλος: сделанный из одного лишь или из простого дерева (ἔκπωμα Soph.).