διθάλασσος

Revision as of 18:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

Att. διθάλαττος [θᾰ], ον,

   A divided into two seas, of the Euxine, Str.2.5.22, cf. D.P.156; of the Atlantic, Str.1.1.8.    II between two seas, where two seas meet, as is often the case off a headland, Act.Ap.27.41; βραχέα καὶ διθάλαττα shallows and meetings of currents, in the Syrtes, D.Chr.5.9.

Greek (Liddell-Scott)

διθάλασσος: Ἀττ. -ττος, ον, διῃρημένος εἰς δύο θαλάσσας, ἐπὶ τοῦ Εὐξείνου, Στράβων 124, πρβλ. Διον. Π. 156. ΙΙ. ὁ μεταξὺ δύο θαλασσῶν, ἔνθα δύο θάλασσαι συναντῶνται, ὡς συχνάκις γίνεται ἔξω ἀκρωτηρίων ἢ προέχοντος μέρους τῆς ξηρᾶς, Πράξ. Ἀποστ. κζ', 41· βραχέα καὶ διθάλασσα, ῥηχὰ μέρη καὶ ἕνωσις τῶν θαλασσίων ῥευμάτων, ἐν ταῖς Σύρτεσι, Δίων Χρ. Λόγ. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 baigné par deux mers;
2 qui se partage en deux mers;
3 où se rencontrent deux courants en parl. des Syrtes.
Étymologie: δίς, θάλασσα.

Spanish (DGE)

(δῐθάλασσος) -ον

• Alolema(s): át. -ττος

• Prosodia: [-ᾰ-]
1 que se divide en dos maresdel Ponto Euxino, Str.2.5.22, D.P.156, del Atlántico, Str.1.1.8.
2 bañado por dos maresde un cabo Act.Ap.27.41, τεῖχος Orac.Sib.5.334, τόποι Clem.Ep.14.4
subst. βραχέα καὶ διθάλαττα bajíos y salientes de la costa D.Chr.5.9.

English (Strong)

from δίς and θάλασσα; having two seas, i.e. a sound with a double outlet: where two seas meet.

English (Thayer)

διθάλασσον (δίς and θάλασσα)
1. resembling (or forming) two seas: thus of the Euxine Sea, Strabo 2,5, 22; Dionysius Periegetes, 156.
2. lying between two seas, i. e. washed by the sea on both sides (Dio Chrysostom 5, p. 83): τόπος διθάλασσος, an isthmus or tongue of land, the extremity of which is covered by the waves, ἀλογιστοι καί ἐνδοιαζοντες περί τῶν τῆς ἀληθείας ἐπαγγελματων are allegorically styled τόποι διθαλασσοι δέ καί θηριωδεις.)

Greek Monolingual

διθάλασσος, -ον (Α)
αυτός που διαιρείται σε δύο θάλασσες ή σχηματίζει δύο θάλασσες («ἔτσι δὲ διθάλαττος τρόπον τινὰ οὗτος
ο Εὔξεινος», Στράβ.).

Greek Monotonic

διθάλασσος: Αττ. -ττος, -ον (θάλασσα),· αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο θάλασσες, το σημείο σύζευξης δύο θαλασσών, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

διθάλασσος: омываемый с двух сторон морем (τόπος NT).