δοίδυξ

From LSJ
Revision as of 18:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source

German (Pape)

[Seite 651] (falsch δοῖδυξ), υκος, ὁ, die Mörserkeule; σμικρὸς καὶ στρογγύλος, Ar. Equ. 979 Pl. 711; bei B. A. 239 τριβεύς erkl.; Poll. 10, 104.

Greek (Liddell-Scott)

δοίδυξ: -ῡκος, ὁ, «γουδοχέρι», Ἀριστοφ. Ἱππ. 984, κτλ.

French (Bailly abrégé)

υκος (ὁ) :
pilon.
Étymologie: DELG t. techn. et familier, sans étym.

Greek Monolingual

δοῑδυξ (-υκος), ο (Α)
γουδοχέρι, αλετρίβανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη της καθημερινής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό της οποίας η ετυμολ. είναι άγνωστη].

Russian (Dvoretsky)

δοίδυξ: ῡκος ὁ пест Arph.