δρομάω
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
(not found in pres.),
A = τρέχω: Ep. iter. δρομάασκε Hes.Fr.117 (v.l. φοίτασκε): aor. 1 part. δρομήσασα Vett. Val.345.33 (but inf. δρομῆσαι dub. in Hp.Fract.4): pf. ὐπα-δεδρόμακε Sapph.2.10.
German (Pape)
[Seite 667] nur in der Form) δρομάασκε er lief, Hes. frg. 2, wefür Schol. Ven Il. 20, 227 φοίτασκε hat, u. was eigtl. δρώμασκε heißen müßt, vgl. Lob. zu Phryn. 583.
French (Bailly abrégé)
pf. δεδρόμηκα;
courir.
Étymologie: δρόμος.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. δρωμ- Hsch.
• Morfología: [impf. iter. δρομάασκε Hes.Fr.62.2]
1 de pers. correr ἐπὶ πυραμίνων ἀθέρων δρομάασκε πόδεσσιν Hes.l.c., cf. Hsch.
2 de naves navegar velozmente ἡ ... ναῦς ῥοθίως δρομήσασα Vett.Val.332.7, cf. tb. δρομέω.
Greek Monotonic
δρομάω: θαμιστικό του δρᾰμεῖν, τρέχω, μόνο σε παρακ. δεδρόμηκα, Αιολ. -ᾱκα, σε Σαπφώ, Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
δρομάω: (только 3 л. sing. aor. iter. δρομάασκε и pf. δεδρόμηκα) бежать Hes., Babr.