δυσπραξία

From LSJ
Revision as of 19:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπραξία Medium diacritics: δυσπραξία Low diacritics: δυσπραξία Capitals: ΔΥΣΠΡΑΞΙΑ
Transliteration A: dyspraxía Transliteration B: dyspraxia Transliteration C: dyspraksia Beta Code: duspraci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A ill success, ill luck, A.Pr.966, S.OC1399, And.2.5, Men.707: pl., A.Eu.769, S. Aj.759, Isoc.6.102.

German (Pape)

[Seite 687] ἡ, = δυσπραγία; Aesch. Prom. 968 Eum. 739; Soph. O. C. 1401; Eur. I. T. 514; in Prosa, Andoc. 2, 5; Arist. Eth. 1, 11.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπραξία: ἡ, δυσπραγία, ἀτυχία, ἀποτυχία, Αἰσχύλ. Πρ. 966, Σοφ. Ο. Κ. 1399· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 769, Σοφ. Αἴ. 759· ― ὁ τύπος οὗτος ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἐν Ἀνδοκ. 20. 22, Ἰσοκρ. 137Α, ἀλλὰ δυσπραγία ἐν Ἀντιφῶντι 120. 12, Πολύβ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
revers, malheur.
Étymologie: δυσ-, πράσσω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
desgracia, mala suerte, infortunio τῆς σῆς λατρείας τὴν ἐμὴν δυσπραξίαν ... οὐκ ἂν ἀλλάξαιμ' ἐγώ A.Pr.966, οἴμοι ... τῆς ... ἐμῆς δυσπραξίας S.OC 1399, ἡ λίαν δ. λίαν διδοῦσα μεταβολάς un infortunio excesivo produce grandes cambios E.IT 721, cf. IA 903, Trag.Adesp.625.10, And.2.5, πράσσων καλῶς μεμνήσω τῆς δυσπραξίας Men.Comp.1.147, ἀνὴρ ... δυσπραξίᾳ ληφθεὶς un hombre caído en desgracia, Com.Adesp.710.3, δ. τῶν κατὰ τὴν οἰκίαν Hld.2.29.1, ἐχθροὶ δὲ πάντες δυσπραξίᾳ ἀμείλικτοι Ph.Prou. en Eus.PE 8.14.25
en plu. ἀμήχανοι δυσπραξίαι infortunios irremediables A.Eu.769, de desgracias enviadas por los dioses, S.Ai.759, op. εὐτυχίαι Isoc.6.102, Aristid.Or.23.38, op. εὐπραξίαι Arist.EN 1101b7, αἱ ἐν ἔρωτι δυσπραξίαι Phld.Mus.4.15.3, de desgracias provocadas por los astros, Vett.Val.430.10
en cont. milit., equiv. derrota διὰ τὰς δυσπραξίας οἱ στρατιῶται περιδεεῖς γεγονότες App.Hisp.85, cf. Pun.108.

Greek Monolingual

δυσπραξία, η (Α)
δυσπραγία.

Greek Monotonic

δυσπραξία: ἡ (πράσσω), αποτυχία, ατυχία, δυσπραγία, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπραξία: ἡ тж. pl. неудача, неуспех, превратность, несчастье Trag., Isocr., Arst., Plut.